- πρόστιμον
- πρόστῑμον , πρόστιμονpenaltyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
προστιμώ — άω, Α [πρόστιμον] 1. (για δικαστήριο) επιβάλλω ποινή πρόσθετη ή βαρύτερη από εκείνην που ορίζει ο νόμος («προστιμᾱν τοὺς κρίνοντας τὴν δίκην ὅ, τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῑν», Πλάτ.) 2. μέσ. προστιμῶμαι, άομαι (για δικαστή) προτείνω την επιβολή… … Dictionary of Greek
πρόστιμο — το / πρόστιμον ΝΑ νεοελλ. 1. ποινή που συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού από υπαλλήλους που υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα, καθώς και το ίδιο το χρηματικό ποσό 2. (ποιν. δίκ.) χρηματική, πταισματική ποινή, επιβαλλόμενη από δικαστήριο,… … Dictionary of Greek
υποπρόστ(ε)ιμος — ον, Α αυτός που οφείλει να πληρώσει πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόστιμον] … Dictionary of Greek
προστίμοις — προστί̱μοις , πρόστιμον penalty neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίμου — προστί̱μου , πρόστιμον penalty neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίμωι — προστί̱μῳ , πρόστιμον penalty neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίμων — προστί̱μων , πρόστιμον penalty neut gen pl προστιμάω award further penalty imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) προστιμάω award further penalty imperf ind act 1st sg (homeric ionic) προστί̱μων , προστιμάω award further penalty imperf ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίμῳ — προστί̱μῳ , πρόστιμον penalty neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόστιμα — πρόστῑμα , πρόστιμον penalty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)